πυργόβαρις

πυργόβαρις
πυργόβαρις
battlemented house
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυργόβαρις — άριδος και άρεως, ο, ΝΑ, θηλ. πυργόβαρις, ἡ, Α νεοελλ. ναυτ. παλαιός τύπος θωρακισμένου πολεμικού πλοίου η εξέλιξη τού οποίου οδήγησε στα σύγχρονα θωρηκτά και ντρέντνοτ αρχ. το θηλ. οχυρό με επάλξεις, φρούριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + βᾶρις «μεγάλη …   Dictionary of Greek

  • πυργοβάρεις — πυργόβαρις battlemented house fem nom/voc pl (attic epic) πυργόβαρις battlemented house fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργοβάρεσι — πυργόβαρις battlemented house fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργοβάρεσιν — πυργόβαρις battlemented house fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • πυργοβάρεων — πυργοβάρεω̆ν , πυργόβαρις battlemented house fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργοβάρεως — πυργοβάρεω̆ς , πυργόβαρις battlemented house fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”